- αποσαρκώνω
- (AM ἀποσαρκοῡμαι, -όομαι)αφαιρώ τις σάρκες -νεοελλ.(-ομαι) απισχναίνομαι, αδυνατίζωαρχ.-μσν.αποβάλλω τη σάρκααρχ.1. καθίσταμαι πυκνότερος ή σφιχτότερος2. γίνομαι σάρκα, ενσαρκώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.